Ο Ιωάννης Κονδυλάκης υπήρξε συγγραφέας αφηγηματικών έργων, χρονογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συγγραφικές προσωπικότητες ανάμεσα στους παλαιότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Γεννήθηκε το 1862 στη Βιάννο της ανατολικής Κρήτης. Από μικρός έζησε στην ατμόσφαιρα των απελευθερωτικών αγώνων της πατρίδας του καθώς ο πατέρας του και οι συγγενείς του έλαβαν μέρος στις κρητικές επαναστάσεις. Η δημοσιογραφική και λογοτεχνική σταδιοδρομία του Κονδυλάκη αρχίζει ουσιαστικά από το 1889 και ύστερα. Ασχολήθηκε με πολλά και ποικίλα είδη, ενώ παράλληλα με το καθαρά λογοτεχνικό έργο του δημοσίευσε σχολικά διδακτικά βιβλία και χρονογραφήματα.
Στις αρχές του 1915 ο Ιωάννης Κονδυλάκης διατέλεσε πρώτος πρόεδρος της «Ενώσεως Συντακτών» που ήταν το νεοσυσταθέν επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων της Αθήνας, το 1920 πέθανε στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Οι Άθλιοι των Αθηνών είναι ένα μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδηλάκη που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία υπό το ψευδώνυμο Βαρδής Γύπαρις από τον Ιούνιο ως το Νοέμβριο του 1894. Στις επιφυλλίδες της εφημερίδας Εστία το 1894 διαφημιζόταν ως εξής: «Εις τους Αθλίους θα παρελάσουν τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της εικοσαετίας...», εννοώντας προφανώς την εικοσαετία 1874-1894, δηλαδή την περίοδο του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Χαρίλαου Τρικούπη.
Η άρχουσα τάξη στους καιρούς εκείνους είχε αποδυθεί σε μια τεράστια προσπάθεια εκσυγχρονισμού με ανυπολόγιστο κόστος για τα λαϊκά στρώματα, με την Αθήνα γεμάτη εξαθλιωμένους πρόσφυγες τους οποίους οι ντόπιοι βλέπουν λιγότερο ή περισσότερο εχθρικά, και ολόκληρη τη χώρα να μαστίζεται από μια πολύ βαθιά κρίση αξιών μαζί με μια πρωτοφανή οικονομική κρίση.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης δε φοβήθηκε να παρουσιάσει την Αθήνα της εποχής του και να ξεσκεπάσει τη κοινωνική υποκρισία, την ασύδοτη εκμετάλλευση, την αστυνομική βία, την αδιαφορία του κράτους για τον τρόπο διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων ταυτόχρονα με την υποδούλωση του κράτους στα συμφέροντα των εχόντων και κατεχόντων.
To
μυθιστόρημα αντιπαραβάλλει κλειστούς
επιτηρούμενους χώρους (τη σχολή του
«Παρνασσού», το βρεφοκομείο, το
φρενοκομείο, τη φυλακή) με τους σκοτεινούς
δρόμους, το αμαρτωλό Βαριετέ ή τον τότε
ονομαζόμενο Βασιλικό Κήπο, συνηγορώντας
στην «πειθαρχική» ιδεολογία του 19ου
αιώνα.
Βασική ηρωίδα του έργου είναι η Μαριώρα Λωρέντζου μια δεκαεξάχρονη κοπέλα από την Τήνο, η οποία έρχεται στην Αθήνα για να εργαστεί και μ’ αυτόν τον τρόπο να εξοικονομήσει τα απαραίτητα χρήματα για την προίκα της. Ο κύριος Βουνέκας είναι ο καθώς πρέπει αρχαιολόγος αλλά ταυτόχρονα είναι και αρχαιοκάπηλος. Ο κύριος Σταρόπουλος είναι ο πλούσιος φιλάνθρωπος που χρησιμοποιεί όμως τη φιλανθρωπία για να αποπλανά φτωχά κορίτσια που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Ο Τζερεμές είναι αστυνομικός, αλλά πουλάει προστασία. Μπροστά τους ο Θεμιστοκλής, ο Λαχταράκης, ο Δώρος και άλλες μορφές του υποκόσμου που παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, αν και δεν είναι αθώες περιστερές, τουλάχιστον δεν τους ξεπερνούν σε αθλιότητα. Και δίπλα τους ο Μαστροκωνσταντής, ο Τάσος, ο Χαρίλαος, σέρνονται στο περιθώριο της κοινωνίας φορτωμένοι εκτός από το βάσανο της ζωής τους και την κοινωνική κατακραυγή μόνο και μόνο γι’αυτό που είναι, για την κοινωνική τους θέση: δουλικά, λούστροι, εργάτες, φτωχοί.
Μέσα
από τις περιπέτειες των αθλίων προβάλλει
μία πρωτεύουσα ενός κράτους ανάπηρου,
πνιγμένη στην οικονομική κρίση, παραδομένη
ταυτόχρονα στην ξενομανία και στην
αρχαιολατρία, με την ηθική να είναι
παρούσα μόνο ως πρόσχημα, τη δικαιοσύνη
να απονέμεται με βάση τα συμφέροντα των
πλουσίων, τη δημοκρατία να λειτουργεί
μόνο κατ’ επίφαση και τη διαφθορά να
είναι το κύριο γνώρισμα των πολιτικών,
την αστυνομία να αδιαφορεί για τα πάντα
εκτός από τις μίζες, τον Τύπο ταπεινό
δούλο των αφεντάδων της κάθε στιγμής
και το λαό αποχαυνωμένο κοπάδι έτοιμο
να κατευθυνθεί όπου τον οδηγούν εκείνοι
που έχουν κέρδος από αυτό.
Πολλά γράφει ο Κονδυλάκης για την άθλια κατάσταση του Δημοτικού Βρεφοκομείου, για την απάνθρωπη διαβίωση των λαϊκών στρωμάτων, για τις συνοικίες που ήταν στο έλεος των κουτσαβάκηδων οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα τραμπούκοι που μισθώνονταν από πολιτικούς, πλούσιους ή όποιον άλλον ήθελε να παρανομεί έχοντας «καθαρά χέρια».
Το
μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια
εποχή που η Ελλάδα βγαίνει από μια μεγάλη
εθνική κρίση, το Κρητικό ζήτημα. Το έτος
1878 μετά την έκρηξη της Κρητικής επανάστασης
οι Κρήτες πολίτες (γυναικόπαιδα κυρίως)
αρχίζουν να μεταναστεύουν μαζικά στην
Αθήνα και τον Πειραιά. Αυτοί οι πληθυσμοί
εγκαστάθηκαν χωρίς πρόγραμμα σε φτωχές
συνοικίες της πόλης με συνέπεια να
επιδεινωθούν οι τραγικές συνθήκες ζωής
που υπήρχαν εκεί. Η οικονομική και υλική
βοήθεια που παρείχε το κράτος για την
επιβίωση και αποκατάσταση των μεταναστών,
καταφαγώθηκε σε πολλές περιπτώσεις από
τους επιτήδειους ή αποτέλεσε προϊόν
εκμετάλλευσης από εκείνους που είχαν
αναλάβει τη διαχείρισή τους.
Συγκεκριμένα
ο Ιωάννης Κονδυλάκης αναφέρει: «Η έκρηξις
της Κρητικής επαναστάσεως και η
συσσώρευσις εν Αθήναις και Πειραιεί
πολυάριθμων γυναικόπαιδων, κινούντων
τον οίκτον και τη συμπάθειαν, παρέσχεν
εις τον κ. Σταρόπουλον λαμπράν ευκαιρίαν
δια να εδραιώση την ανατέλουσσα φήμη
του ως φιλανθρώπου και συγχρόνως προς
συντέλεσιν του προγράμματος βίου του…
Και ο ημέτερος φιλάνθρωπος αφοσιώθη
εις την ανατεθείσα αυτώ εντολήν,
περιτρέχων τας συνοικίας, εις τα οποίας
είχον εγκατασταθεί πρόσφυγες, ιδρώνων
και μοχθών, θύμα εντελώς της αγαθότητος
και του πατριωτισμού του. Αλλά φαίνεται
ότι οι πρόσφυγες δεν διετήρησαν επί
πολύ την πεποίθησιν ταύτην εις την
αυταπάρνησιν και εθελοθυσίαν του ανδρός,
διότι φήμαι δυσάρεστες ήρχισαν να
κυκλοφορώσι περί αυτού». Οι αναλογίες
με το σήμερα είναι πολλές και
χαρακτηριστικές.
H λέξη «άθλιοι» του τίτλου διατηρεί την αμφισημία που έχει στο μυθιστόρημα του Hugo καθώς αναφέρεται ταυτόχρονα στους απόκληρους και στους κακούργους. Η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη των εξαθλιωμένων και την πόλη των αναμορφωμένων αντανακλά τα μικτά αισθήματα των αναγνωστών για το χώρο διαβίωσής τους. Η νοσταλγία για το χωριό συναντά την επιθυμία για μια κοσμοπολίτικη άνετη ζωή. Ο ενθουσιασμός για τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας φέρνει μαζί του το φόβο της οικονομικής ανασφάλειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η
εμπειρία του άστεως, αμφίσημη και
αντιφατική στην ουσία της συμβαδίζει
με την ταλάντωση της ελληνικής κοινωνίας
ανάμεσα στο ένα άκρο του θαυμασμού για
τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού
και στο άλλο άκρο της δυσαρέσκειας για
τα επισφαλή αποτελέσματα μιας ανεξέλεγκτης
και βίαιης αστικοποίησης.
Βιβλιογραφικές
Πηγές:
1. Καπετάνιος Β. Αντώνης, «Αθήνα, ζεις;», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
2. Κονδυλάκη Ι., «Οι άθλιοι των Αθηνών», τομ. Α & Β, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.
3. Συνέλευση για την αυτομόρφωση και την παιδεία για την κοινωνική απελευθέρωση, «Οι άθλιοι των Αθηνών. Μια ξενάγηση στην Αθήνα με βάση το βιβλίο του Κονδυλάκη», Αθήνα 2012.
1. Καπετάνιος Β. Αντώνης, «Αθήνα, ζεις;», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
2. Κονδυλάκη Ι., «Οι άθλιοι των Αθηνών», τομ. Α & Β, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.
3. Συνέλευση για την αυτομόρφωση και την παιδεία για την κοινωνική απελευθέρωση, «Οι άθλιοι των Αθηνών. Μια ξενάγηση στην Αθήνα με βάση το βιβλίο του Κονδυλάκη», Αθήνα 2012.
Texto
y fotografías realizadas por © Dimitris V. Geronikos.
Las
fotografías han
sido realizadas en el centro de Atenas, el
domingo 15 de julio de dos mil doce – durante un recorrido a pie
por Atenas, basado en la novela de Ioanis Kondylakis titulada “Los
Miserables de Atenas”.
Kείμενο
– Φωτογραφίες:
©
Δημήτρης
Β.
Γερονίκος.
Λήψη φωτογραφιών στο κέντρο των Αθηνών, την Κυριακή 15 Ιουλίου δύο χιλιάδες δώδεκα – κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στην Αθήνα, βασισμένου στο μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη που λέγεται «Οι Άθλιοι των Αθηνών».
Λήψη φωτογραφιών στο κέντρο των Αθηνών, την Κυριακή 15 Ιουλίου δύο χιλιάδες δώδεκα – κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στην Αθήνα, βασισμένου στο μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη που λέγεται «Οι Άθλιοι των Αθηνών».
Text
and photo shoots by © Dimitris V. Geronikos.
The photos are taken in the center of Athens, on Sunday July 15th, thousand twelve – during a walking tour of Athens based on Ioannis Kondylakis’ novel called “The Miserables of Athens”.
The photos are taken in the center of Athens, on Sunday July 15th, thousand twelve – during a walking tour of Athens based on Ioannis Kondylakis’ novel called “The Miserables of Athens”.
3 σχόλια:
Bravo, Dimitri oxi mono gia tis photos alla kai gia ta keimena kai gia tin parousiasi tou Kondilaki. Poli kalo
Elli
ωραία αντιπαραβολή....
Πολύ ωραίες φωτογραφίες. Εύχομαι οι επόμενες να είναι από περιπάτους σε εξωτικούς τόπους. Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.
Θοδωρής Τσαπακίδης.
ΥΓ Έχω πρεσβυωπία και με έχουν τσακίσει αυτά τα μικρά γράμματα που θα αποδείξουν την ανθρωπιά μου
Δημοσίευση σχολίου