Τα λουκέτα στα εμπορικά καταστήματα της πόλης του Αγρινίου αυξάνονται με αριθμητική πρόοδο. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κατάρρευση της αγροτικής παραγωγής λόγω εγκατάλειψης της καπνοκαλλιέργειας στην Αιτωλοακαρνανία.
Τα πρώτα χτυπήματα ήρθαν με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής και τα λουκέτα στις βιομηχανίες μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων. Η αγοραστική δύναμη των πολιτών περιορίστηκε και ουσιαστικά μεταφέρθηκε στους δημοσίους υπαλλήλους, που με τη σειρά τους μπροστά στη δραματική μείωση του εισοδήματος τους, δεν καταναλώνουν.
To Αγρίνιο είναι πόλη του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που βρίσκεται στην Αιτωλική Πεδιάδα, κοντά στις υπώρειες απότομου βουνού που αποτελεί τους πρόποδες του όρους Παναιτωλικού, σε υψόμετρο 90 μέτρων από τη στάθμη της θάλασσας. Μετά το πρόγραμμα Καλλικράτης του 2010, ο Δήμος Αγρινίου προσεγγίζει πληθυσμιακά τους 100.000 κατοίκους.
Η Αιτωλική Πεδιάδα (το «Αιτωλών πεδίον μέγαν» κατά τους αρχαίους) περικλείεται από τα όρη του Ξηρομέρου (δυτικά), του Παναιτωλικού (βόρεια και βορειοανατολικά) και του Ζυγρού (νότια) και αρδεύεται από τον Αχελώο ποταμό.
Το κλίμα της περιοχής είναι πολύ θερμό το καλοκαίρι και πολύ ψυχρό το χειμώνα. Στην προαναφερόμενη πεδιάδα παράγονταν σιτηρά, ρύζι, εσπεριδοειδή και άλλα φρούτα, εκλεκτές ελιές και κυρίως εκλεκτά καπνά που αποτελούσαν το κύριο προϊόν της περιοχής κι εξάγονταν σε πολλές χώρες.
Σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της περιοχής έδωσαν οι πρόσφυγες, που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν σε χωριστούς συνοικισμούς στα βορειοδυτικά της πόλης.
Παράλληλα με την εγκατάσταση των προσφύγων άρχισε και η συστηματική καλλιέργεια του καπνού, στην οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη του Αγρινίου. Αυτό το γεγονός -μετά τον εμφύλιο πόλεμο- λειτούργησε ως μαγνήτης για εσωτερικούς μετανάστες από την Ευρυτανία και την Ήπειρο, τριπλασίασε τον πληθυσμό της πόλης και αναζωογόνησε σημαντικά την πληθυσμιακή σύσταση και τη δημογραφική εξέλιξη της περιοχής.
Από το 1833 ο καπνός μέχρι το 2003 ήταν μία από τις σπουδαιότερες και πιο προσοδοφόρες καλλιέργειες στην Ελλάδα , με μεγάλη γεωργική, οικονομική, κοινωνική, δημοσιονομική, περιφερειακή και διακλαδική σημασία.
Την περίοδο 1950 με 1980 περισσότερες από 200.000 οικογένειες, περίπου το 20% του αγροτικού πληθυσμού, εξασφάλιζε το εισόδημά του καλλιεργώντας έναν από τους τρεις τύπους καπνού, τα ανατολικού τύπου καπνά από το 1833, τα Burley από το 1960 ή τα Virginia από το 1961, σε μία έκταση συνολικά πάνω από 100.000 εκτάρια/έτος (1 εκτάριο = 10 στρέμματα γης).
Το δίκτυο καπνοκαλλιέργεια - μεταποίηση - τσιγάρο - εμπορία εκτιμάται ότι το 2003 αριθμούσε συνολικά περίπου 250.000 θέσεις εργασίας, απασχολώντας περίπου 210.000 άτομα στα χωράφια, 10.000 στα καπνομάγαζα, 3.000 άτομα στη βιομηχανία τσιγάρων και 27.000 άτομα στη χονδρική-λιανική διάθεση.
Μετά την αναμόρφωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) το 2003, επικράτησαν συνθήκες που περιόρισαν σημαντικά σε ορισμένες περιοχές και οδήγησαν σε πλήρη εγκατάλειψη την καπνοκαλλιέργεια σε πολλές άλλες (όπως για παράδειγμα στην Αιτωλοακαρνανία) από το 2005 και ύστερα.
Στις μέρες μας η καλλιεργούμενη ευρωπαϊκή έκταση δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες σε καπνό, οπότε η Ευρώπη αναγκάζεται να εισάγει πλέον το προϊόν αυτό από τρίτες χώρες. Προφανώς κάθε απόφαση και κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδίδουν σημαντικές επιπτώσεις στην καπνοκαλλιέργεια και στην οικονομία της κάθε χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι μία πολύ σοβαρή, κατακόρυφη μείωση του εισοδήματος και της απασχόλησης των καπνοκαλλιεργητών στις προαναφερόμενες περιοχές με σημαντικές κοινωνικές αναταράξεις.
Η πλήρης αποσύνδεση των ενισχύσεων από την παραγωγή, έδωσε το κίνητρο στους αγρότες να πάψουν να καλλιεργούν το προϊόν, δεδομένου ότι η αποσυνδεδεμένη ενίσχυση καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν ο αγρότης παράγει ή όχι.
Η «βόμβα» του σύγχρονου καπνικού ζητήματος της χώρας αρχίζει σιγά σιγά να εκρήγνυται, καθώς οι καπνοπαραγωγοί άφησαν ακαλλιέργητα τα χωράφια τους και προφανώς αναζητούν νέα απασχόληση. Αυτή είναι μία μόνο από τις παρενέργειες που προκαλεί η οδυνηρή, όπως αποδεικνύεται, απόφαση της Ελλάδας να επιλέξει την ολική αποσύνδεση των κοινοτικών επιδοτήσεων από την παραγωγή.
Οι ξενικές ποικιλίες καπνών όπως είναι τα Βιρτζίνια και τα Μπέρλεϊ -για τις οποίες έχουν επενδυθεί εκατομμύρια ευρώ δια μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών τις προηγούμενες δεκαετίες- καταποντίστηκαν. Οι προσδοκίες πως η μείωση της παραγωγής θα ήταν ελεγχόμενη και θα απέτρεπε ευρύτερους κλυδωνισμούς στο παραγωγικό και άκρως εξαγωγικό εμπορικό δίκτυο του καπνού αποδεικνύονται φρούδες.
Τα περισσότερα από τα καπνεργοστάσια
της χώρας έβαλαν λουκέτο ενώ ταυτόχρονα χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν για
πάντα.
Αντίθετα οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής καπνού, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, επέλεξαν τη μερική αποσύνδεση των κοινοτικών επιδοτήσεων από την παραγωγή και τελικά περιόρισαν μόνο κατά 5%-10% την παραγωγή τους.
Στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, στην καπνοπαραγωγική περιοχή Εστρεμαδούρα της Ισπανίας ακολουθήθηκε ένα σχέδιο υποστήριξης της βιομηχανίας καπνού1. Το σχέδιο αυτό προσέγγιζε τις νέες ευρωπαϊκές ρυθμίσεις που αφορούσαν στην καπνοπαραγωγή, δια μέσω της ολοκληρωμένης διαχείρισης της παραγωγής, της ορθολογικής χρήσης γεωργικών φαρμάκων, της βελτίωσης της ποιότητας και εμπορευσιμότητας του παραγόμενου προϊόντος.
Την ίδια εποχή στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αιτωλοακαρνανία είναι εμφανής η απουσία ενός οργανωμένου σχεδίου διαχείρισης και αντιμετώπισης των επιπτώσεων από την εξαφάνιση της καπνοκαλλιέργειας. Το ινστιτούτο καπνού του Αγρινίου έχει σταματήσει να λειτουργεί, στερώντας ουσιαστικά τη δυνατότητα για εντοπισμένο γεωπονικό πειραματισμό σε νέες καλλιέργειες υπό τις εδαφοκλιματικές συνθήκες του εν λόγω οικοσυστήματος, για δοκιμαστικές καλλιέργειες και μελέτες οικονομικότητας των νέων εναλλακτικών καλλιεργειών. Αυτές είναι επιστημονικές κι επαγγελματικές δραστηριότητες που οφείλει να πράττει συγκροτημένα μία κοινωνία η οποία σέβεται την παραγωγή της και τους φυσικούς της πόρους.
Είναι αδήριτη ανάγκη η συνειδητοποίηση και αφύπνιση του κοινωνικού συνόλου, για να μπορέσει να διεκδικήσει την ανασύσταση της επιστημονικής έρευνας στην περιοχή, να συνδράμει στην ενίσχυση της γεωτεχνικής υποστήριξης και επιστημονικής παρότρυνσης των αγροτών σε εναλλακτικές γεωργικές - κτηνοτροφικές δραστηριότητες και υποδομές. Στη δεδομένη γεωγραφική ζώνη οι προαναφερόμενες υποδομές με σωστό προγραμματισμό κι ακριβές χρονοδιάγραμμα, είναι εφικτό να τονώσουν το οικογενειακό εισόδημα και εν τέλει να βοηθήσουν στην αναστήλωση της παραγωγικής οικονομίας της περιοχής και της χώρας.
Διαδικτυακή πηγή:
1. http://www.ccoo.es/comunes/temp/recursos/10/1094145.pdf
Las fotografías son realizadas por © Dimitris V. Geronikos en la calle de los hermanos Papastratos en Agrinio de Etoloakarnania, en Viernes 6 de Enero 2012. La calle de los Papastratos es la más comercial de la ciudad de Agrinio (la longitud de la calle es aproximadamente 700 metros).
Λήψη φωτογραφιών από © Δημήτρη Β. Γερονίκο κατά μήκος
της οδού των αδερφών Παπαστράτου στο Αγρίνιο της Αιτωλοακαρνανίας, την
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012. Η οδός Παπαστράτου είναι ο πιο εμπορικός
δρόμος της πόλης του Αγρινίου (το μήκος είναι περίπου 700 μέτρα).
Photo shoots by © Dimitris V. Geronikos along the street of the brothers Papastratos in Agrinio of Etoloakarnania, on Friday January 6th 2012. Papastratos’ street is the most commercial road of the city of Agrinio (the length is approximately 700 meters).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου