Las fotografías son realizadas por © Dimitris V.
Geronikos.
Λήψη φωτογραφιών από © Δημήτρη Β. Γερονίκο.
Photo shoots by © Dimitris V. Geronikos.
8 de febrero de 2013, en la Universidad Agrónoma de Atenas
8 Φεβρουαρίου 2013, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
February 8, 2013, in Agricultural University of Athens
19 de diciembre de 2012, en el ecosistema de Drepano de Acaya
19 Δεκεμβρίου 2012, στο οικοσύστημα Δρεπάνου της Αχαϊας
December 19, 2012, in the ecosystem of Drepano of Achaia
13 de mayo y 1 de julio de 2012, en el ecosistema de Kiurka de Ática
13 Μάη και 1 Ιουλίου 2012, στο οικοσύστημα Κιούρκων Αττικής
May 13 and July 1, 2012, in the ecosystem of Kiourka of Attica
Noviembre de 2003, en el ecosistema de Cataluña
Νοέμβριος του 2003, στο οικοσύστημα της Καταλονίας
November 2003, in the ecosystem of Catalonia
Η ελληνική χερσόνησος – λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην εύκρατη ζώνη, έχοντας κλίμα ήπιο μεσογειακό και πολλές ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος – πλεονεκτεί στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων εκλεκτής ποιότητας.
Παρ' όλα αυτά σήμερα ρεβίθια Μεξικού, σκόρδα Κίνας, φασόλια Μαδαγασκάρης, φακές Καναδά, αμύγδαλα Καλιφόρνιας, πατάτες Αιγύπτου, λεμόνια Αργεντινής, κρέας Ολλανδίας κ.α., κατακλύζουν καθημερινά την ελληνική αγορά.
Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ (στοιχείο 2012) με ό,τι αυτό σημαίνει για το δημόσιο χρέος. Σε ετήσια βάση χρειάζεται να πληρώνουμε συνολικά το προαναφερόμενο ποσό σε άλλες χώρες προκειμένου να μπορούμε να τρώμε το καθημερινό μας πιάτο. Διαπιστώνεται μία ανεπάρκεια σε βασικά είδη διατροφής με συνέπεια τη διατροφική μας εξάρτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται με αριθμούς στις μεγάλες εισαγωγές και στην ταυτόχρονη εκροή σημαντικού χρηματικού ποσού εκτός χώρας.
Πως όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Θεωρητικά το «αγροτικό ζήτημα» είχε λυθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.1 Ουσιαστικά όμως το αγροτικό ζήτημα αναδύεται επίμονα με διαφορετική μορφή ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μείζον πολιτικό θέμα που συνδέεται με την αμφίδρομη σχέση αγροτικών-αστικών συμφερόντων, σχετίζεται δε άμεσα με την τροφή όλων μας τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. Η καλλιέργεια της γης και τα προϊόντα της αποτελούν, με τις γεύσεις και τα αρώματα που περικλείουν, συνέχεια για τη διατροφική παιδεία και τον πολιτισμό. Μία αρχέγονη διαδραστική σχέση μεταξύ φύσης, ανθρώπου, φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Αμέσως μετά την οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα του Μικρασιατικού πολέμου ο πληθυσμός της υπαίθρου εμπλουτίστηκε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πολιτική βούληση των κυβερνώντων εκείνης της εποχής προώθησε την οργάνωση της ανώτερης γεωργικής και της ανώτατης γεωπονικής εκπαίδευσης
Αναλόγως σήμερα εν μέσω τρικυμίας μιας οικονομικής καταστροφής χρειάζεται να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να βγούμε από την τρικυμία. Η οργάνωση της παραγωγής και της διοίκησης, που προωθήθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου αφενός βοήθησε στη συγκρότηση ενός δικτύου διαμόρφωσης και άσκησης της αγροτικής πολιτικής, αφετέρου προσέφερε εξειδικευμένα μεσαία, ανώτερα (τεχνολόγους γεωπονίας) και ανώτατα στελέχη (γεωπόνους, συνεταιριστικούς και τραπεζικούς υπάλληλους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κ.τ.λ.) στη δημιουργία του προαναφέροντος δικτύου.2
Το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από το νεοσύστατο τότε υπουργείο Γεωργίας, τις συνεταιριστικές οργανώσεις, τις υπηρεσίες της Αγροτικής Τράπεζας, τις μέσες, ανώτερες και ανώτατες γεωπονικές σχολές και τα κέντρα αγροτικής έρευνας. Το επιστημονικό και εκπαιδευτικό δυναμικό, υπήρξε ο φορέας ενός νέου επιστημονικού λόγου και ενός αυξημένου μορφωτικού κεφαλαίου που αρχικά αποκτήθηκε σε διακεκριμένες σχολές του εξωτερικού και στη συνέχεια του εσωτερικού, αναδείχθηκε δε λόγω της ιστορικής συγκυρίας του μικρασιατικού πολέμου και της αγροτικής μεταρρύθμισης σε καθοριστικό παράγοντα μετεξέλιξης και ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Το μοντέλο ανασυγκρότησης της χώρας που ακολουθήθηκε σε μιαν άλλη εξίσου κρίσιμη ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον Eμφύλιο Πόλεμο ήταν η ανοικοδόμηση με βάση το δίπολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και ο έλεγχος του πληθυσμού από το νεοελληνικό κράτος των χρόνων εκείνων προωθούνταν για 25 συναπτά χρόνια η ραγδαία αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού που συμμετείχε στην Αντίσταση, ώστε με τη συγκέντρωσή του στα αστικά κέντρα να ελέγχεται και να χειραγωγείται αποτελεσματικότερα. Τα χρόνια μεταξύ 1952 και 1974 αποτελούν την περίοδο του σημαντικότερου κύματος αστικοποίησης στην Ελλάδα. Στις μετεμφυλιακές δεκαετίες ’50-’60 αντιστράφηκε για πρώτη φορά η αναλογία αγροτικού-αστικού πληθυσμού.3
Μέσα σε 20 χρόνια διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας με την εγκατάσταση 1.5 εκατομμυρίου εσωτερικών μεταναστών. Ταυτόχρονα επινοήθηκε το σχέδιο της αντιπαροχής και της κρατικής ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση.
Με την αυθαίρετη δόμηση και την αντιπαροχή, ως εργαλεία κοινωνικής και οικονομικής αναζωογόνησης, το κράτος για αρκετές δεκαετίες καλλιέργησε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων προκειμένου να αποσβέσει το έντονο έλλειμμα νομιμοποίησης του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Το 1969 η Ελλάδα κατείχε μία από τις πρώτες θέσεις στην κατασκευή κατοικιών στη δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει οργανωμένος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Βιάστηκε το αστικό τοπίο καθώς αυξήθηκαν υπέρμετρα οι συντελεστές δόμησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων χωρίς καμία μέριμνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. Χτίστηκαν ρέματα, καταπατήθηκαν παραλίες, ρυπάνθηκε και υποβαθμίστηκε ανεπιστρεπτί το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον.
Η συνέπεια της προαναφερόμενης λογικής είναι στις μέρες μας το 70-80% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας να ζει υπερσυγκεντρωμένο στο δίπολο Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των διαφορετικών γενεών έχει συντελεστεί μία πολιτισμική διάβρωση που αφορά στην απώλεια γνώσης καλλιέργειας της γης. Μία απώλεια με ολέθριες συνέπειες για παιδιά, νέους αλλά και ενήλικες που ορισμένες φορές θεωρούν πως η τροφή φυτρώνει στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Έχει χαθεί η οργανική σχέση με το χώμα, ο διάλογος με τη φύση, ο σεβασμός στα οικοσυστήματα, η γνώση του τι σημαίνει βιοποικιλότητα.
Σήμερα οι κάτοικοι των νεοελληνικών πόλεων βιώνουν μιαν αστική άβυσσο άμεσα εξαρτημένη με την αγροτική παραγωγή άρα και την επάρκειά τους σε τροφή, με πολιτική ουσία και ηθικές διαστάσεις που αφορούν στο δίκαιο μεταξύ των γενεών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής καταστροφής της Ελλάδας οι προαναφερόμενες απώλειες δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις εκβιασμού και χειραγώγησης, μέσω της απειλής της πείνας, των υπερσυγκεντρωμένων στις πόλεις αστικών στρωμάτων.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) το 1981 οδήγησε σε σημαντικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις των ελληνικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων για πολλά χρόνια, ενώ το 1992 είναι το έτος που ξεκινάει ένας νέος κύκλος μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.).
Η λογική του κάτσε να γίνουμε πρώτα κυβέρνηση και τότε βλέπουμε, οδηγεί τις νεοελληνικές κυβερνήσεις σε έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και στοιχειώδους προγραμματισμού στην αγροτική παραγωγή. Οι προαναφερόμενες ελλείψεις σε αγαστή συνεργασία με την κομματική νομενκλατούρα, την ταύτιση των εννοιών κράτους & φέουδου στις αντιλήψεις των εκάστοτε κυβερνώντων, τη ρουσφετολογική στελέχωση και την οργανωτική ανεπάρκεια των αρμόδιων υπηρεσιών δημιουργούν ένα γραφειοκρατικό περιβάλλον κατάλληλο ώστε να μην απαντώνται υπεύθυνα οι ερωτήσεις:
- Τι θα παραχθεί και πως;
- Ποιός υπολογίζει τι θα παραχθεί και με ποιό τρόπο;
Σε βάθος χρόνου συστηματοποιήθηκε ένας κρατικός κορπορατισμός που διαχειρίστηκε, μέσω ευρωπαϊκών χρημάτων κι όχι μόνον αυτών, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασική παραγωγή στην Ελλάδα. Αυτός καθοδήγησε επί της ουσίας τις σχέσεις κράτους και ομάδων συμφερόντων, σχέσεις που ετεροπροσδιορίζονται από τις ανάγκες του οικονομικού συστήματος ενώ το κράτος ελέγχει την ανάπτυξη και τη λειτουργία τους.
Ο κυρίαρχος κρατικός κορπορατισμός φρόντιζε επί δεκαετίες να αποκρύβει τις επί μέρους ιδιαιτερότητες του ελληνικού πρωτογενούς τομέα, ενώ παράλληλα παρέδωσε τα εργαλεία τεκμηρίωσης κι εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής σε ημέτερές του κομματικές δυνάμεις συντεχνιακών συμφερόντων.
Οι συνεργατικές - συλλογικές δομές παραγωγής και διαχείρισης των αγροτικών προϊόντων - που μπόρεσαν να ορθοποδήσουν μέσα σ' ένα τόσο αντίξοο περιβάλλον ήταν ελάχιστες - με συνέπεια τη βαθμιαία μετάβαση της διανομής κι εμπορίας των αγροτικών προϊόντων σε πανίσχυρα εγχώρια και διεθνή ολιγοπωλιακά συμφέροντα. Σταδιακά διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που επέτρεψαν να διογκωθεί η διαφορά στην τιμή της τροφής που αγοράζει ο καταναλωτής και πληρώνεται ο παραγωγός ή με άλλα λόγια ο παραγωγός αμείβεται ελάχιστα κι ο καταναλωτής πληρώνει πανάκριβα. Παράλληλα οι ηγεσίες του υπουργείου Γεωργίας προωθούσαν την αποδυνάμωση των νευραλγικών δομών εφαρμοσμένης γεωτεχνικής έρευνας και γεωργικών εφαρμογών μέχρι την πλήρη διάλυσή τους.
Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς ένας αγρότης χωρίς τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα και πειραματικούς αγρούς που σχεδιάζονται και υλοποιούνται με βάση το δημόσιο συμφέρον;
Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς χωρίς να διαθέτει επαρκή αγροτική εκπαίδευση;
Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια αγροτικά σχολεία που εκπαιδεύουν κάθε χρονιά κάποιες εκατοντάδες νέων αγροτών, όταν οι πραγματικές ανάγκες εκπαίδευσης και συνεχής κατάρτισης αφορούν σε μερικές χιλιάδες αγρότες ετησίως. Η αρχική επαγγελματική κατάρτιση των ανεπαρκέστατων 150 ωρών δεν μπορεί να προσφέρει τα κατάλληλα επαγγελματικά εφόδια σε έναν επαγγελματία παραγωγό που διαχειρίζεται ισχυρά φυτοφάρμακα, ώστε αυτός να είναι σε θέση να προσφέρει ασφαλή τρόφιμα σε όλους μας. To αποτέλεσμα όλων των προαναφερόμενων ήταν o σταδιακός προσανατολισμός των παραγωγών προς τους ιδιώτες προμηθευτές γεωργικών και κτηνοτροφικών εφοδίων.
Επιπλέον, η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο πριν λίγους μήνες μέσα στο 2012 από την ελληνική κυβέρνηση, έγινε για να αντιμετωπίσει το λαθρεμπόριο στα καύσιμα κι εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει την ανεπάρκεια του κράτους να ελέγξει τους λαθρεμπόρους καυσίμων! Μετακύλισε έτσι πολύ σημαντικό κόστος στην πρωτογενή παραγωγή κι έθεσε σε κίνδυνο αφανισμού την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία.
Από την άλλη μεριά η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων. Για παράδειγμα στην Ολλανδία πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό κίνημα κι ο πρωτογενής τομέας εκεί είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες προσφέροντας απασχόληση συνολικά σε 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους). Η Ολλανδία είναι σε παγκόσμιο επίπεδο ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων και σχετικής τεχνογνωσίας σε άλλες χώρες.
Στην Ευρώπη το 2009 το ποσοστό της συνολικής παραγωγής φρούτων και λαχανικών που διακινήθηκε μέσω συνεταιριστικών ομάδων παραγωγών ανήλθε στο 43%, στην Ισπανία 49%, στην Ιταλία 52%, στην Πορτογαλία 18% και στην Ελλάδα μόλις 11%!
Η έλλειψη σαφούς στρατηγικού σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή, είναι φανερή τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες στη χώρα που ζούμε.
Η χώρα εγκατέλειψε σημαντικές παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως είναι για παράδειγμα τα όσπρια, επειδή ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ενίσχυε προϊόντα όπως το σιτάρι, το βαμβάκι, η βιομηχανική τομάτα, ο καπνός κ.α.. Οι παραγωγοί υπό την καθοδήγηση των ελληνικών αρχών, που ετεροπροσδιόριζαν την εθνική αγροτική πολιτική με βάση τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες, προσανατολίστηκαν σε ένα διαρκές κυνηγητό επιδοτήσεων αδιαφορώντας για τα δεδομένα της πραγματικής σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτού του κυνηγητού υπήρξαν οι ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, τα νησιά με εξαίρεση την «πράσινη» Κρήτη καθώς και οι παραγωγοί μικρομεσαίας ιδιοκτησίας.
Ταυτόχρονα η επιβολή ποσοστώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αγροτική παραγωγή των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε οι νεοέλληνες να εγκαταλείψουν καλλιέργειες προϊόντων εξαιρετικής ποιότητας που θα μπορούσαν να παράγουν (π.χ. οινάμπελοι, καπνό βιολογικής γεωργίας, κρέας κ.τ.λ.).
Η πολύ μεγάλη καθυστέρηση στη σύνταξη κτηματολογίου, η έλλειψη πολυεπιστημονικού συσχετισμού του με πολιτικές χρήσεις γης σε συνδυασμό με την ανεπαρκή κοινωνική αποδοχή του, προκάλεσαν έντονες πιέσεις στην αγροτική γη μέσω της ξέφρενης αστικοποίησής της. Το φαινόμενο αυτό συντέλεσε σε απώλειες σημαντικής παραγωγής όπως για παράδειγμα το περίφημο λεμονόδασος της βόρειας Πελοποννήσου. Το λεμονόδασος αυτό επλήγη από την άναρχη οικοπεδοποίηση, την υποβάθμιση του αρδευτικού νερού λόγω υπεράντλησης του υδροφόρου ορίζοντα, ενώ παράλληλα δεν υπήρξε σοβαρό σχέδιο για στροφή σε νέες ποικιλίες και αντιπαγετικές προστασίες.
Τις δεκαετίες του 1990 και 2000 πραγματοποιήθηκε είσοδος στην Ελλάδα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Αυτήν την περίοδο η παρουσία και η εργασιακή συμμετοχή των οικονομικών μεταναστών στην ελληνική αγροτική περιφέρεια βοήθησε το συνολικό εισόδημα του τομέα της γεωργίας και το οικογενειακό γεωργικό εισόδημα να εμφανίσουν τις υψηλότερες τιμές τους στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Κατά τη δεκαετία 1995-2005 συνέβη μία έντονη νεοφιλελεύθερη στροφή για τον οικονομικό προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους δια μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, του Χρηματιστηρίου του 1999, της ένταξης της χώρας με παραποιημένα οικονομικά στοιχεία στην Οικονομική Νομισματική Ένωση και των Έργων των Ολυμπιακών Αγώνων του δύο χιλιάδες τέσσερα.
Οι αναπλάσεις, η εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας, η υπερπαραγωγή μεγάλων κατασκευαστικών έργων και η χάραξη νέων ιδιωτικών δρόμων σηματοδοτούσαν την οικονομική μεγέθυνση που επισήμως ονομάστηκε ανάπτυξη, ταυτίστηκε με μία εποχή χλιδής, φαινομενικής ευμάρειας και απίσχνωσης της αγροτικής παραγωγής.
Στις μέρες μας η Ευρώπη δέχεται πιέσεις από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, με συνέπεια να εμφανίζεται ως σοβαρό ενδεχόμενο την επόμενη δεκαετία ένα σημαντικό ποσοστό της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής να “μεταναστατεύσει” προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό σημαίνει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις για την αγροτική παραγωγή και κατά συνέπεια τη διατροφική μας αυτάρκεια. Το ζητούμενο είναι να προκύψει μία ευρεία, ανοιχτή συζήτηση και πρακτική στη χώρα που ζούμε, για το πως μπορεί να προκύψει η περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση.
Η έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού και η απουσία του σημαντικού εργαλείου των υπηρεσιών γεωργικής διπλωματίας στις υποδομές του κράτους και στις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, στερούν την έμπρακτη στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικά ας αναλογιστούμε πως η Ισπανία δαπανά μόνο για την προώθηση του ελαιόλαδου σε μία μόνο χώρα όσα δαπανά η Ελλάδα για την προώθηση όλων των αγροτικών της προϊόντων σε όλες τις αγορές του εξωτερικού!
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρεται από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για τα προβλήματα των αγροτών (26 Φεβρουαρίου 2013), πως στην Κρήτη υπάρχουν καλλιέργειες που χρειάζεται να ποτίζονται “μέρα μεσημέρι”.
Η κουλτούρα που απαιτεί αρδεύσεις κατά τη διάρκεια των μεσημβρινών ωρών αφορά σε μία πρακτική που οδηγεί σε σημαντικές απώλειες νερού λόγω του φαινομένου της αυξημένης εξατμισοδιαπνοής. Εξατμισοδιαπνοή καλείται το φαινόμενο κατά το οποίο το νερό διασκορπίζεται στο εναέριο περιβάλλον είτε μέσω της διαπνοής των φυτών, είτε μέσω της εξάτμισής του από την επιφάνεια του εδάφους. Οι κλιματολογικοί παράγοντες που επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση των τιμών της εξατμισοδιαπνοής είναι η ηλιακή ακτινοβολία, η θερμοκρασία του αέρα, η σχετική υγρασία και η ταχύτα του ανέμου. Άρα η επιλογή άρδευσης των καλλιεργειών κατά τις μεσημβρινές ώρες ουσιαστικά δε σέβεται την ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων και δεν αποτελεί ορθή γεωργική πρακτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς μέχρι το 2050 αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και η ζήτηση τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα τελευταία 50 χρόνια σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση στην παραγωγή τροφίμων, σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Τα επιτεύγματα αυτά πολλές φορές συσχετίζονται με πρακτικές διαχείρισης που έχουν υποβαθμίσει τη γη και τους υδροφόρους ορίζοντες. Το νερό και η γη είναι φυσικοί πόροι από τους οποίους εξαρτάται η παραγωγή τροφίμων.4 Αν δεν υπάρχει τροφή δεν υπάρχει ζωή και εξέλιξη για τον άνθρωπο και τους άλλους έμβιους οργανισμούς του πλανήτη.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί μία σημαντική κουβέντα του Χουάν Π. Γκάραχαν, όπως αναφέρεται από τα χείλη ενός γιατρού που δίνει συνέντευξη στην ταινία Memorias del Saqueo του Fernando E. Solanas: «Ο υποσιτισμός είναι μία κοινωνικό-οικονομική και πολιτισμική ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί δίνοντας σε όλους δουλειά.»
Στους καιρούς μας ο υποσιτισμός στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που έχει αρχίσει να λαμβάνει γιγάντιες διαστάσεις.
Βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές:
Λήψη φωτογραφιών από © Δημήτρη Β. Γερονίκο.
Photo shoots by © Dimitris V. Geronikos.
8 de febrero de 2013, en la Universidad Agrónoma de Atenas
8 Φεβρουαρίου 2013, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
February 8, 2013, in Agricultural University of Athens
19 de diciembre de 2012, en el ecosistema de Drepano de Acaya
19 Δεκεμβρίου 2012, στο οικοσύστημα Δρεπάνου της Αχαϊας
December 19, 2012, in the ecosystem of Drepano of Achaia
13 de mayo y 1 de julio de 2012, en el ecosistema de Kiurka de Ática
13 Μάη και 1 Ιουλίου 2012, στο οικοσύστημα Κιούρκων Αττικής
May 13 and July 1, 2012, in the ecosystem of Kiourka of Attica
Noviembre de 2003, en el ecosistema de Cataluña
Νοέμβριος του 2003, στο οικοσύστημα της Καταλονίας
November 2003, in the ecosystem of Catalonia
Η ελληνική χερσόνησος – λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην εύκρατη ζώνη, έχοντας κλίμα ήπιο μεσογειακό και πολλές ημέρες ηλιοφάνειας ανά έτος – πλεονεκτεί στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων εκλεκτής ποιότητας.
Παρ' όλα αυτά σήμερα ρεβίθια Μεξικού, σκόρδα Κίνας, φασόλια Μαδαγασκάρης, φακές Καναδά, αμύγδαλα Καλιφόρνιας, πατάτες Αιγύπτου, λεμόνια Αργεντινής, κρέας Ολλανδίας κ.α., κατακλύζουν καθημερινά την ελληνική αγορά.
Αυτή η κατάσταση διαμορφώνει ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ (στοιχείο 2012) με ό,τι αυτό σημαίνει για το δημόσιο χρέος. Σε ετήσια βάση χρειάζεται να πληρώνουμε συνολικά το προαναφερόμενο ποσό σε άλλες χώρες προκειμένου να μπορούμε να τρώμε το καθημερινό μας πιάτο. Διαπιστώνεται μία ανεπάρκεια σε βασικά είδη διατροφής με συνέπεια τη διατροφική μας εξάρτηση, όπως αυτή αποτυπώνεται με αριθμούς στις μεγάλες εισαγωγές και στην ταυτόχρονη εκροή σημαντικού χρηματικού ποσού εκτός χώρας.
Πως όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Θεωρητικά το «αγροτικό ζήτημα» είχε λυθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.1 Ουσιαστικά όμως το αγροτικό ζήτημα αναδύεται επίμονα με διαφορετική μορφή ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μείζον πολιτικό θέμα που συνδέεται με την αμφίδρομη σχέση αγροτικών-αστικών συμφερόντων, σχετίζεται δε άμεσα με την τροφή όλων μας τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. Η καλλιέργεια της γης και τα προϊόντα της αποτελούν, με τις γεύσεις και τα αρώματα που περικλείουν, συνέχεια για τη διατροφική παιδεία και τον πολιτισμό. Μία αρχέγονη διαδραστική σχέση μεταξύ φύσης, ανθρώπου, φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Αμέσως μετά την οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα του Μικρασιατικού πολέμου ο πληθυσμός της υπαίθρου εμπλουτίστηκε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πολιτική βούληση των κυβερνώντων εκείνης της εποχής προώθησε την οργάνωση της ανώτερης γεωργικής και της ανώτατης γεωπονικής εκπαίδευσης
Αναλόγως σήμερα εν μέσω τρικυμίας μιας οικονομικής καταστροφής χρειάζεται να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να βγούμε από την τρικυμία. Η οργάνωση της παραγωγής και της διοίκησης, που προωθήθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου αφενός βοήθησε στη συγκρότηση ενός δικτύου διαμόρφωσης και άσκησης της αγροτικής πολιτικής, αφετέρου προσέφερε εξειδικευμένα μεσαία, ανώτερα (τεχνολόγους γεωπονίας) και ανώτατα στελέχη (γεωπόνους, συνεταιριστικούς και τραπεζικούς υπάλληλους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κ.τ.λ.) στη δημιουργία του προαναφέροντος δικτύου.2
Το εν λόγω δίκτυο αποτελούνταν από το νεοσύστατο τότε υπουργείο Γεωργίας, τις συνεταιριστικές οργανώσεις, τις υπηρεσίες της Αγροτικής Τράπεζας, τις μέσες, ανώτερες και ανώτατες γεωπονικές σχολές και τα κέντρα αγροτικής έρευνας. Το επιστημονικό και εκπαιδευτικό δυναμικό, υπήρξε ο φορέας ενός νέου επιστημονικού λόγου και ενός αυξημένου μορφωτικού κεφαλαίου που αρχικά αποκτήθηκε σε διακεκριμένες σχολές του εξωτερικού και στη συνέχεια του εσωτερικού, αναδείχθηκε δε λόγω της ιστορικής συγκυρίας του μικρασιατικού πολέμου και της αγροτικής μεταρρύθμισης σε καθοριστικό παράγοντα μετεξέλιξης και ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Το μοντέλο ανασυγκρότησης της χώρας που ακολουθήθηκε σε μιαν άλλη εξίσου κρίσιμη ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον Eμφύλιο Πόλεμο ήταν η ανοικοδόμηση με βάση το δίπολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και ο έλεγχος του πληθυσμού από το νεοελληνικό κράτος των χρόνων εκείνων προωθούνταν για 25 συναπτά χρόνια η ραγδαία αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού που συμμετείχε στην Αντίσταση, ώστε με τη συγκέντρωσή του στα αστικά κέντρα να ελέγχεται και να χειραγωγείται αποτελεσματικότερα. Τα χρόνια μεταξύ 1952 και 1974 αποτελούν την περίοδο του σημαντικότερου κύματος αστικοποίησης στην Ελλάδα. Στις μετεμφυλιακές δεκαετίες ’50-’60 αντιστράφηκε για πρώτη φορά η αναλογία αγροτικού-αστικού πληθυσμού.3
Μέσα σε 20 χρόνια διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας με την εγκατάσταση 1.5 εκατομμυρίου εσωτερικών μεταναστών. Ταυτόχρονα επινοήθηκε το σχέδιο της αντιπαροχής και της κρατικής ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση.
Με την αυθαίρετη δόμηση και την αντιπαροχή, ως εργαλεία κοινωνικής και οικονομικής αναζωογόνησης, το κράτος για αρκετές δεκαετίες καλλιέργησε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων προκειμένου να αποσβέσει το έντονο έλλειμμα νομιμοποίησης του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος. Το 1969 η Ελλάδα κατείχε μία από τις πρώτες θέσεις στην κατασκευή κατοικιών στη δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει οργανωμένος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Βιάστηκε το αστικό τοπίο καθώς αυξήθηκαν υπέρμετρα οι συντελεστές δόμησης, οι καλύψεις των οικοπέδων, τα ύψη των κτιρίων χωρίς καμία μέριμνα για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. Χτίστηκαν ρέματα, καταπατήθηκαν παραλίες, ρυπάνθηκε και υποβαθμίστηκε ανεπιστρεπτί το χερσαίο και θαλάσσιο περιβάλλον.
Η συνέπεια της προαναφερόμενης λογικής είναι στις μέρες μας το 70-80% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας να ζει υπερσυγκεντρωμένο στο δίπολο Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των διαφορετικών γενεών έχει συντελεστεί μία πολιτισμική διάβρωση που αφορά στην απώλεια γνώσης καλλιέργειας της γης. Μία απώλεια με ολέθριες συνέπειες για παιδιά, νέους αλλά και ενήλικες που ορισμένες φορές θεωρούν πως η τροφή φυτρώνει στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Έχει χαθεί η οργανική σχέση με το χώμα, ο διάλογος με τη φύση, ο σεβασμός στα οικοσυστήματα, η γνώση του τι σημαίνει βιοποικιλότητα.
Σήμερα οι κάτοικοι των νεοελληνικών πόλεων βιώνουν μιαν αστική άβυσσο άμεσα εξαρτημένη με την αγροτική παραγωγή άρα και την επάρκειά τους σε τροφή, με πολιτική ουσία και ηθικές διαστάσεις που αφορούν στο δίκαιο μεταξύ των γενεών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής καταστροφής της Ελλάδας οι προαναφερόμενες απώλειες δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις εκβιασμού και χειραγώγησης, μέσω της απειλής της πείνας, των υπερσυγκεντρωμένων στις πόλεις αστικών στρωμάτων.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) το 1981 οδήγησε σε σημαντικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις των ελληνικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων για πολλά χρόνια, ενώ το 1992 είναι το έτος που ξεκινάει ένας νέος κύκλος μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.).
Η λογική του κάτσε να γίνουμε πρώτα κυβέρνηση και τότε βλέπουμε, οδηγεί τις νεοελληνικές κυβερνήσεις σε έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και στοιχειώδους προγραμματισμού στην αγροτική παραγωγή. Οι προαναφερόμενες ελλείψεις σε αγαστή συνεργασία με την κομματική νομενκλατούρα, την ταύτιση των εννοιών κράτους & φέουδου στις αντιλήψεις των εκάστοτε κυβερνώντων, τη ρουσφετολογική στελέχωση και την οργανωτική ανεπάρκεια των αρμόδιων υπηρεσιών δημιουργούν ένα γραφειοκρατικό περιβάλλον κατάλληλο ώστε να μην απαντώνται υπεύθυνα οι ερωτήσεις:
- Τι θα παραχθεί και πως;
- Ποιός υπολογίζει τι θα παραχθεί και με ποιό τρόπο;
Σε βάθος χρόνου συστηματοποιήθηκε ένας κρατικός κορπορατισμός που διαχειρίστηκε, μέσω ευρωπαϊκών χρημάτων κι όχι μόνον αυτών, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασική παραγωγή στην Ελλάδα. Αυτός καθοδήγησε επί της ουσίας τις σχέσεις κράτους και ομάδων συμφερόντων, σχέσεις που ετεροπροσδιορίζονται από τις ανάγκες του οικονομικού συστήματος ενώ το κράτος ελέγχει την ανάπτυξη και τη λειτουργία τους.
Ο κυρίαρχος κρατικός κορπορατισμός φρόντιζε επί δεκαετίες να αποκρύβει τις επί μέρους ιδιαιτερότητες του ελληνικού πρωτογενούς τομέα, ενώ παράλληλα παρέδωσε τα εργαλεία τεκμηρίωσης κι εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής σε ημέτερές του κομματικές δυνάμεις συντεχνιακών συμφερόντων.
Οι συνεργατικές - συλλογικές δομές παραγωγής και διαχείρισης των αγροτικών προϊόντων - που μπόρεσαν να ορθοποδήσουν μέσα σ' ένα τόσο αντίξοο περιβάλλον ήταν ελάχιστες - με συνέπεια τη βαθμιαία μετάβαση της διανομής κι εμπορίας των αγροτικών προϊόντων σε πανίσχυρα εγχώρια και διεθνή ολιγοπωλιακά συμφέροντα. Σταδιακά διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που επέτρεψαν να διογκωθεί η διαφορά στην τιμή της τροφής που αγοράζει ο καταναλωτής και πληρώνεται ο παραγωγός ή με άλλα λόγια ο παραγωγός αμείβεται ελάχιστα κι ο καταναλωτής πληρώνει πανάκριβα. Παράλληλα οι ηγεσίες του υπουργείου Γεωργίας προωθούσαν την αποδυνάμωση των νευραλγικών δομών εφαρμοσμένης γεωτεχνικής έρευνας και γεωργικών εφαρμογών μέχρι την πλήρη διάλυσή τους.
Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς ένας αγρότης χωρίς τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα και πειραματικούς αγρούς που σχεδιάζονται και υλοποιούνται με βάση το δημόσιο συμφέρον;
Πώς να επιχειρήσει επιτυχώς χωρίς να διαθέτει επαρκή αγροτική εκπαίδευση;
Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια αγροτικά σχολεία που εκπαιδεύουν κάθε χρονιά κάποιες εκατοντάδες νέων αγροτών, όταν οι πραγματικές ανάγκες εκπαίδευσης και συνεχής κατάρτισης αφορούν σε μερικές χιλιάδες αγρότες ετησίως. Η αρχική επαγγελματική κατάρτιση των ανεπαρκέστατων 150 ωρών δεν μπορεί να προσφέρει τα κατάλληλα επαγγελματικά εφόδια σε έναν επαγγελματία παραγωγό που διαχειρίζεται ισχυρά φυτοφάρμακα, ώστε αυτός να είναι σε θέση να προσφέρει ασφαλή τρόφιμα σε όλους μας. To αποτέλεσμα όλων των προαναφερόμενων ήταν o σταδιακός προσανατολισμός των παραγωγών προς τους ιδιώτες προμηθευτές γεωργικών και κτηνοτροφικών εφοδίων.
Επιπλέον, η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο πριν λίγους μήνες μέσα στο 2012 από την ελληνική κυβέρνηση, έγινε για να αντιμετωπίσει το λαθρεμπόριο στα καύσιμα κι εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει την ανεπάρκεια του κράτους να ελέγξει τους λαθρεμπόρους καυσίμων! Μετακύλισε έτσι πολύ σημαντικό κόστος στην πρωτογενή παραγωγή κι έθεσε σε κίνδυνο αφανισμού την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία.
Από την άλλη μεριά η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων. Για παράδειγμα στην Ολλανδία πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό κίνημα κι ο πρωτογενής τομέας εκεί είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες προσφέροντας απασχόληση συνολικά σε 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους). Η Ολλανδία είναι σε παγκόσμιο επίπεδο ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων και σχετικής τεχνογνωσίας σε άλλες χώρες.
Στην Ευρώπη το 2009 το ποσοστό της συνολικής παραγωγής φρούτων και λαχανικών που διακινήθηκε μέσω συνεταιριστικών ομάδων παραγωγών ανήλθε στο 43%, στην Ισπανία 49%, στην Ιταλία 52%, στην Πορτογαλία 18% και στην Ελλάδα μόλις 11%!
Η έλλειψη σαφούς στρατηγικού σχεδιασμού για την αγροτική παραγωγή, είναι φανερή τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες στη χώρα που ζούμε.
Η χώρα εγκατέλειψε σημαντικές παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως είναι για παράδειγμα τα όσπρια, επειδή ο σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ενίσχυε προϊόντα όπως το σιτάρι, το βαμβάκι, η βιομηχανική τομάτα, ο καπνός κ.α.. Οι παραγωγοί υπό την καθοδήγηση των ελληνικών αρχών, που ετεροπροσδιόριζαν την εθνική αγροτική πολιτική με βάση τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες, προσανατολίστηκαν σε ένα διαρκές κυνηγητό επιδοτήσεων αδιαφορώντας για τα δεδομένα της πραγματικής σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτού του κυνηγητού υπήρξαν οι ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, τα νησιά με εξαίρεση την «πράσινη» Κρήτη καθώς και οι παραγωγοί μικρομεσαίας ιδιοκτησίας.
Ταυτόχρονα η επιβολή ποσοστώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αγροτική παραγωγή των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε οι νεοέλληνες να εγκαταλείψουν καλλιέργειες προϊόντων εξαιρετικής ποιότητας που θα μπορούσαν να παράγουν (π.χ. οινάμπελοι, καπνό βιολογικής γεωργίας, κρέας κ.τ.λ.).
Η πολύ μεγάλη καθυστέρηση στη σύνταξη κτηματολογίου, η έλλειψη πολυεπιστημονικού συσχετισμού του με πολιτικές χρήσεις γης σε συνδυασμό με την ανεπαρκή κοινωνική αποδοχή του, προκάλεσαν έντονες πιέσεις στην αγροτική γη μέσω της ξέφρενης αστικοποίησής της. Το φαινόμενο αυτό συντέλεσε σε απώλειες σημαντικής παραγωγής όπως για παράδειγμα το περίφημο λεμονόδασος της βόρειας Πελοποννήσου. Το λεμονόδασος αυτό επλήγη από την άναρχη οικοπεδοποίηση, την υποβάθμιση του αρδευτικού νερού λόγω υπεράντλησης του υδροφόρου ορίζοντα, ενώ παράλληλα δεν υπήρξε σοβαρό σχέδιο για στροφή σε νέες ποικιλίες και αντιπαγετικές προστασίες.
Τις δεκαετίες του 1990 και 2000 πραγματοποιήθηκε είσοδος στην Ελλάδα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Αυτήν την περίοδο η παρουσία και η εργασιακή συμμετοχή των οικονομικών μεταναστών στην ελληνική αγροτική περιφέρεια βοήθησε το συνολικό εισόδημα του τομέα της γεωργίας και το οικογενειακό γεωργικό εισόδημα να εμφανίσουν τις υψηλότερες τιμές τους στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Κατά τη δεκαετία 1995-2005 συνέβη μία έντονη νεοφιλελεύθερη στροφή για τον οικονομικό προσανατολισμό του νεοελληνικού κράτους δια μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, του Χρηματιστηρίου του 1999, της ένταξης της χώρας με παραποιημένα οικονομικά στοιχεία στην Οικονομική Νομισματική Ένωση και των Έργων των Ολυμπιακών Αγώνων του δύο χιλιάδες τέσσερα.
Οι αναπλάσεις, η εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας, η υπερπαραγωγή μεγάλων κατασκευαστικών έργων και η χάραξη νέων ιδιωτικών δρόμων σηματοδοτούσαν την οικονομική μεγέθυνση που επισήμως ονομάστηκε ανάπτυξη, ταυτίστηκε με μία εποχή χλιδής, φαινομενικής ευμάρειας και απίσχνωσης της αγροτικής παραγωγής.
Στις μέρες μας η Ευρώπη δέχεται πιέσεις από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, με συνέπεια να εμφανίζεται ως σοβαρό ενδεχόμενο την επόμενη δεκαετία ένα σημαντικό ποσοστό της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής να “μεταναστατεύσει” προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό σημαίνει πολύ δυσμενείς επιπτώσεις για την αγροτική παραγωγή και κατά συνέπεια τη διατροφική μας αυτάρκεια. Το ζητούμενο είναι να προκύψει μία ευρεία, ανοιχτή συζήτηση και πρακτική στη χώρα που ζούμε, για το πως μπορεί να προκύψει η περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση.
Η έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού και η απουσία του σημαντικού εργαλείου των υπηρεσιών γεωργικής διπλωματίας στις υποδομές του κράτους και στις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, στερούν την έμπρακτη στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικά ας αναλογιστούμε πως η Ισπανία δαπανά μόνο για την προώθηση του ελαιόλαδου σε μία μόνο χώρα όσα δαπανά η Ελλάδα για την προώθηση όλων των αγροτικών της προϊόντων σε όλες τις αγορές του εξωτερικού!
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρεται από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για τα προβλήματα των αγροτών (26 Φεβρουαρίου 2013), πως στην Κρήτη υπάρχουν καλλιέργειες που χρειάζεται να ποτίζονται “μέρα μεσημέρι”.
Η κουλτούρα που απαιτεί αρδεύσεις κατά τη διάρκεια των μεσημβρινών ωρών αφορά σε μία πρακτική που οδηγεί σε σημαντικές απώλειες νερού λόγω του φαινομένου της αυξημένης εξατμισοδιαπνοής. Εξατμισοδιαπνοή καλείται το φαινόμενο κατά το οποίο το νερό διασκορπίζεται στο εναέριο περιβάλλον είτε μέσω της διαπνοής των φυτών, είτε μέσω της εξάτμισής του από την επιφάνεια του εδάφους. Οι κλιματολογικοί παράγοντες που επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση των τιμών της εξατμισοδιαπνοής είναι η ηλιακή ακτινοβολία, η θερμοκρασία του αέρα, η σχετική υγρασία και η ταχύτα του ανέμου. Άρα η επιλογή άρδευσης των καλλιεργειών κατά τις μεσημβρινές ώρες ουσιαστικά δε σέβεται την ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων και δεν αποτελεί ορθή γεωργική πρακτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς μέχρι το 2050 αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και η ζήτηση τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα τελευταία 50 χρόνια σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση στην παραγωγή τροφίμων, σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Τα επιτεύγματα αυτά πολλές φορές συσχετίζονται με πρακτικές διαχείρισης που έχουν υποβαθμίσει τη γη και τους υδροφόρους ορίζοντες. Το νερό και η γη είναι φυσικοί πόροι από τους οποίους εξαρτάται η παραγωγή τροφίμων.4 Αν δεν υπάρχει τροφή δεν υπάρχει ζωή και εξέλιξη για τον άνθρωπο και τους άλλους έμβιους οργανισμούς του πλανήτη.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί μία σημαντική κουβέντα του Χουάν Π. Γκάραχαν, όπως αναφέρεται από τα χείλη ενός γιατρού που δίνει συνέντευξη στην ταινία Memorias del Saqueo του Fernando E. Solanas: «Ο υποσιτισμός είναι μία κοινωνικό-οικονομική και πολιτισμική ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί δίνοντας σε όλους δουλειά.»
Στους καιρούς μας ο υποσιτισμός στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που έχει αρχίσει να λαμβάνει γιγάντιες διαστάσεις.
Βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές:
1. Λουλούδης Λ., 2012: K.A.Π. Το παράδειγμα μιας διαρκούς
μεταρρύθμισης. Οι ελληνικές αντιστάσεις και προοπτικές. Τριπτόλεμος, τεύχος 34,
Φθινόπωρο 2012, Αθήνα.
2. Παναγιωτόπουλος Δ., 2010: Η Ανώτατη Γεωπονική
Σχολή Αθηνών 1920-1960. Ανάμεσα στην επιστήμη, την πράξη και την πολιτική.
Τριπτόλεμος, τεύχος 29, Άνοιξη 2010, Αθήνα.
3. Βάσω και Χάρης, 2011: Αθήνα Ανοχύρωτη Πόλη. Χωρική
ανάλυση της Εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008. [To περιεχόμενο
του εντύπου διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα www.urbananarchy.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου